Ξύπνησα σήμερα το πρωί με έναν κόμπο κάπου ανάμεσα στο στομάχι και το λαιμό. Συνειδητοποίησα, κάπως αργά είναι η αλήθεια, πως μου μένει μονάχα μια εβδομάδα σπίτι με το μωράκι μου, από την επόμενη Δευτέρα πηγαίνω δουλειά. Από την επόμενη Δευτέρα θα τρώει τη φρουτόκρεμά του χωρίς εμένα κι εγώ θα πρέπει να ασχολούμαι με άλλα πράγματα, να μην μπορώ να ανακατεύω τα μαλλάκια του ανά πάσα στιγμή. Αγαπώ τη δουλειά μου κι αν κάποτε άλλοτε μου έλεγαν να γίνω μόνο νοικοκυρά θα γελούσα. Τώρα η ιδέα της επιστροφής είναι αποκρουστική. Είναι επίσης και απολύτως αναγκαία, δεν έχω επιλογή.
Είναι ακόμα τόσο μικρούλης, τόσο ευάλωτος. Κι ας τον αφήνω στα πολύ καλά χέρια του μπαμπά του (πατέρας και γιος λατρεύουν ο ένας τον άλλον και περνάνε πολλές ώρες μαζί έτσι κι αλλιώς) δε μπορώ να συγκεντρωθώ σε τίποτα άλλο παρά σε αυτή τη σκέψη, δε θα είμαι εδώ να χαϊδεύω τα μαλλάκια του. Υποψιάζομαι πως αυτός ο κόμπος, μαζί με μια άγρια διάθεση για κλάμα και μια ύποπτη συνεχόμενη αίσθηση πως θα τα βγάλω, δε θα φύγει τόσο εύκολα. Όπως σε όλα τα άλλα που αφορούν ένα μωρό που γεννήθηκε από νέους και άπειρους γονείς, μόνο μια λέξη μπορεί να με παρηγορήσει. Ίδωμεν.
Υ.Γ. Η σκληρή πραγματικότητα που λέει πως μητέρα που γυρίζει στη δουλειά συνήθως σταματά και το θηλασμό μου δημιουργεί ακόμα χειρότερη διάθεση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου