22/6/11

Σκέψεις για ένα δεύτερο παιδί



               Η κοινή φράση «Ένα παιδί ίσον κανένα» τριγυρίζει στο μυαλό μου, και δε με αφήνει. Οι γύρω μου, ελάχιστοι, που αποκτούν δεύτερο παιδί μιλούν για μια κατάσταση απάλευτη ειδικά αν πρόκειται για εργαζόμενες μητέρες. Από την άλλη τώρα είναι η ώρα αν θέλω πρώτον τα παιδιά μου να έχουν μια λογική διαφορά ηλικίας και να έχουν μια κάποια σχέση μεταξύ τους και εγώ κάποιο στιγμή στα επόμενα πέντε χρόνια να βγω βράδυ από το σπίτι. Ο καθένας μεγαλώνει τα παιδιά του όπως θέλει και μπορεί. Εγώ ακόμα δεν τον έχω αφήσει χωρίς έναν από τους δυο μας τα βράδια, και υπολογίζω πως τόσο θα μου πάρει και για το δεύτερο παιδί να το σκεφτώ. Δεν αντιλέγω πως τόσα και τόσα παιδιά μεγάλωσαν καλά και με άλλους τρόπους. Αυτός είναι ο δικός μας.
            Νιώθω πιεσμένη με το ένα παιδί ως έχει. Δεν έχω ώρα που να είναι δική μου, δουλεύω πολλές ώρες και νιώθω τύψεις, κάποιες φορές εκνευρίζομαι με τον άντρα μου για πράγματα που αν δεν υπήρχε το παιδί δεν θα έδινα καν σημασία. Υποθέτω πως αυτά θα μεγιστοποιηθούν με ένα δεύτερο παιδί που θα έχει κι αυτό ανάγκες επιτακτικές όπως κι ο σκιου, που θα κάνει το συνεχές, κουραστικό πρόγραμμα ενός νηπίου ακόμα πιο κλειστό και δύσκολο.
            Από την άλλη άρχισα να ζηλεύω κοιλίτσες. Στην αρχή το έκανα από καθαρά ωφελιμιστικούς λόγους, δεν μου έδιναν πια καμία σημασία, σα να μην υπήρχα, ενώ όταν ήμουν έγκυος ήμουν το κέντρο του κόσμου. Τώρα ξέρω πως αυτό δεν θα ξανασυμβεί. Και έγκυος να είμαι, πάλι το κέντρο του κόσμου θα είναι ο σκιουράκος. Αλλά έχω την σωματική λαχτάρα για ένα ακόμα πλάσμα που θα φωλιάσει στα σωθικά μου από μια ιερή στιγμή έρωτα και θα μεγαλώσει εκεί, σπιθαμή σπιθαμή μέχρι να γίνει ανθρωπάκι. Με συναρπάζει η ιδέα, η διαδικασία, το κορμί μου. Βιολογικό ρολόι το λένε και χτυπάει.
            Φοβάμαι βέβαια μην στερήσω από το παιδάκι μου πράγματα. Με πιάνει ένας τρόμος με την οικονομική κατάσταση, που τώρα πια, όπως για όλους, δεν είναι είδηση στην τηλεόραση, αλλά έχει φτάσει στο κατώφλι μας και μας χτυπάει επιτακτικά την πόρτα. Μέχρι και σκέψεις πως θα πεινάσουμε κάνω, κάτι κατοχικά σύνδρομα μπερδεμένα στο DNA μου μού ξυπνούν. Παραδόξως πια δεν φοβάμαι πως θα του στερήσω συναισθηματικά. Ξέρω πως η αγάπη μου για το γιο μου είναι αναντικατάστατη, αμέτρητη και κυρίως ατελείωτη. Και τώρα πια έχω τη σιγουριά πως έτσι θα είναι για οποιοδήποτε παιδί θα μεγαλώνει μαζί μας. Βιολογικό ή μη.

10/6/11

Οξεία μπαμπακιάση

Από αυτή την πολύ σοβαρή ασθένεια πάσχει ο αγαπητός υιός μου. Δεν τολμά ο μπαμπάς του να πάει για κατούρημα και ο μικρός κλαίει γοερά στην πόρτα του, το βράδυ αν ξυπνήσει σπάνια παρηγοριέται με μανούλα, συνήθως θέλει μπαμπάκα και η πρώτη μας λέξη το πρωί είναι …..μπαμπάαααααααααααα. Ομολογουμένως εγώ δουλεύω πολλές ώρες και ο μπαμπάς μας λίγες. Εγώ λείπω συνέχεια και ο σκιουρομπαμπάς εκτελεί χρέη μαμάς και μπαμπά μαζί. Αλλά με πονάει. Με πονάει φρικτά που αντί για την αγκαλιά της μανούλας, η παρηγοριά είναι η αγκαλιά του μπαμπάκα. Με κάνει να νιώθω αποκομμένη, κάποτε ζηλεύω κιόλας. Αν τον πάρουμε μαζί μας στο κρεβάτι σφηνώνεται πάνω στον μπαμπά του και δε φεύγει με τίποτα.
            Δεν είμαι αχάριστη, έχουμε τις στιγμές μας, γεμάτες χάδια και φιλιά και πεταμένα μακαρόνια, κι αγάπες και γέλια και παιχνίδια, και τραγούδια και γαργαλητά. Όπως δηλαδή θα είχε ένας τυπικός… μπαμπάς που γυρίζει από την πολύωρη δουλειά στο παιδάκι του. Αλλά αυτό εμένα δε μου φτάνει, πάει ενάντια σε όλα μου τα ένστικτα. Για μένα έπρεπε να ξεροσταλιάζει έξω από την τουαλέτα ο γιος μου. Τελεία και παύλα.
            Από την άλλη ανησυχώ κιόλας λίγο. Δεν ξέρω αν νιώθει αποκομμένος από την ίδια του τη μαμά, αν αυτή η προσκόλληση στον γονιό του ίδιου φύλου είναι υγιής ή όχι. Κι είναι στιγμές που η κούραση αλλά και το άγχος της δουλειάς με καταβάλει, που κάνω προσπάθεια να ανταποκριθώ με χαμόγελο στο άνοιγμα της πόρτας μόλις γυρίσω, στο ότι δεν με αφήνει να βγάλω τα παπούτσια και να πλύνω τα χέρια μου. Στο τέλος της μέρας η δουλειά, ο σκιου και το σπίτι με αφήνουν νοκ άουτ. Και μου μένουν λίγα χάδια για καληνύχτα παρηγοριά πως δεν αγαπάει μόνον τον μπαμπά του.

Υ.Γ. Ο άντρας μου- ύπουλο πλάσμα- τον έχει μάθει να απαντάει στην ερώτηση «Πόσο αγαπάς την μανούλα» «Πολιυ….» και να δείχνει με τα χεράκια. Λιώνω…. Αλλά θα ήθελα να του το μαθαίνω εγώ για τον μπαμπά του.

4/6/11

Τα... μουλαράκια


Καταλαβαίνω την ανησυχία των μανάδων για την ανάπτυξη των παιδιών. Κατανοώ πλήρως γιατί έχουν σημασία τα γραμμάρια και τα εκατοστά στο ύψος, οι καμπύλες, και τα αναπτυξιακά «επιτεύγματα» των μωρών, αχ χαμογελάει από δέκα ημερών, στήριζε το κεφάλι του μόλις γεννήθηκε κτλ. Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι τη σύγκριση με το μωρό του διπλανού, λες κι είναι αγώνας δρόμου τα βασικά στοιχεία της ύπαρξης. Αυτή η νοοτροπία φέρνει συμπεριφορές όπως αυτές που θα σας διηγηθώ παρακάτω.
 
Είναι ένα τρίχρονο αγόρι, ίσως και λίγο περισσότερο, που δε μιλάει. Η μανούλα του το πηγαίνει σε λογοθεραπευτή, έχει ήδη τις αγωνίες της για το μέλλον. Έχουν βγει στην παιδική χαρά. Εκεί έχει κι άλλα τρίχρονα και τετράχρονα αγόρια, που σχηματίζουν σχεδόν αμέσως μια αγέλη που στην αρχή λεκτικά και μετά με μπουνιές και γροθιές βάζουν το αγόρι που δε μιλάει και δεν αντιστέκεται στη μέση και το βασανίζουν. Οι μαμάδες των «φυσιολογικά ομιλούντων» παιδιών ατάραχες, μετά από πέντε λεπτά η μανούλα του τρίχρονου δεν αντέχει και βάζει τις φωνές στην αγέλη. Την κοιτούν απαθέστατα κοντά στα διακόσια άτομα που έχει η παιδική χαρά. Το τρίχρονο απομονώνεται ακόμα περισσότερο, η μαμά του θυμώνει και ανησυχεί, οι υπόλοιπες μανάδες άφαντες. Ούτε ένα συγγνώμη.
 
Ε, λοιπόν αυτό ξεκινάει από τον «αγώνα δρόμου» για τη φυσιολογικότητα. Από το πότε μίλησε και πότε περπάτησε. Εγώ που δεν ήμουν και θέλω να πιστεύω πως θα συνεχίσω να μην είμαι προληπτική αποφεύγω να λέω πως ο μικρός είναι πολύ αναπτυγμένος λεκτικά, πως λέει δεκαπέντε μηνών πολλά και καταλαβαίνει ακόμα περισσότερα, πως λιώνω, κάθε πρωί που μπαίνω στο δωμάτιο και λέει «μαμά, τζούρι…» για να του ανοίξω το… πατζούρι. Αλλά δεν αποφεύγω να λέω πως δεκαπέντε μηνών κι ακόμα μόνος του δεν περπατάει, αν και συμπληρώνω συχνά πως περπατάει άμα του κρατάς το χεράκι, ίσως με κάποια ντροπή που δεν πιάσαμε ακόμα τον αναπτυξιακό «στόχο». Ε, λοιπόν στο διάβολο οι στόχοι μας, γιατί αν στα τρία του το παιδί μου βασανίζει ένα άλλο παιδάκι κι εγώ κάτσω σαν ατάραχη μουλάρα και του ταΐζω το γιαουρτάκι, τότε ο στόχος σίγουρα, μα σίγουρα δεν έχει επιτευχθεί.