Την περασμένη Παρασκευή συνέβη το αδιανόητο. Ο πατέρας μου αντιμετώπισε ένα πρόβλημα υγείας και χρειάστηκε να πάει στο νοσοκομείο. Κι από κει που η μόνη μου έγνοια ήταν αν θα δώσω απογευματινή κρέμα στο σκιουράκι ή αν φάει όλη του τη φρουτόκρεμα, από κει που πάθαινα ταραχή γιατί θα γύριζα στη δουλειά, όλος ο κόσμος μου αναποδογύρισε.
Τους γονείς μου τους αγαπώ παθολογικά. Μπορεί τώρα πια να είναι η δεύτερη μου οικογένεια, αλλά αυτό που νιώθω για αυτούς μερικές φορές έχει πολλά στοιχεία αντίστροφα. Σα να είναι εκείνοι τα παιδιά κι εγώ η μαμά κλώσσα που τους προστατεύω. Άφησα το παιδί στο μπαμπά του και τη φρουτόκρεμα του κι έτρεξα στον πατέρα μου. Το μεσημεράκι όμως, κι όταν όλα πήγαιναν καλύτερα, έπρεπε να γυρίσω σπίτι να θηλάσω. Ε;
Πριν περίπου δέκα χρόνια ο πατέρας μου αντιμετώπισε ένα σοβαρότερο, όπως αποδείχτηκε, πρόβλημα υγείας από το τωρινό. Μήνες στο νοσοκομείο δεν έφυγα στιγμή από το πλευρό του. Τώρα σχεδόν μια εβδομάδα εκεί και δεν κατάφερνα να πάω παρά σε ένα από τα δυο επισκεπτήρια μες στη μέρα ή πρωί ή απόγευμα. Γυρνώντας εδώ είχα τόνους γραφικής δουλειάς από το φαρμακείο, ένα σύζυγο που τον τάιζα βασικά ντελίβερι, ένα μωρό που ήθελε να θηλάσει. Και μες στον πανικό, έσκαγε ένα χαμόγελο το σκιουράκι κι όλα μοιάζαν κάπως μακρινά τα άλλα.
Ο πατέρας μου τελικά είναι καλά και καλώς ερχόντων θα πάρει εξιτήριο σήμερα. Και φυσικά θα είμαι εκεί για να τον παραλάβω. Αλλά δεν ήμουν εκεί όσο θα ήθελα, και δεν ήμουν ούτε εδώ όσο θα ήθελα, κι έβλεπα και τη δουλειά που με περίμενε όταν γύριζα, που συνήθως την απολαμβάνω, σαν εφιάλτη.
Είμαι μοναχοπαίδι. Οι γονείς μου ήταν και είναι η ζωή μου. Είμαι μάνα και σύντροφος. Ο άντρας μου ήταν και είναι, το παιδί μου είναι η ζωή μου. Στην καθημερινότητα αυτά δε συγκρούονται, με κάποιο τρόπο ισορροπούν. Στην ανάγκη όμως;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου